- διαλαλημένος
- -η, -ο [διαλαλώ]1. φημισμένος, ένδοξος2. περιβόητος, διαπομπευμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαλαλώ — διαλάλησα, διαλαλήθηκα, διαλαλημένος, διαδίδω με στομφώδη τρόπο, κοινολογώ, διατυμπανίζω: Οι μικροπωλητές διαλαλούν τα προϊόντα τους στα παζάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)